- βουλησιοκρατία
- ηη βουλησιαρχία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βουλησιοκρατία — η 1. η φιλοσοφική θέση που δίνει μεγαλύτερη αξία στη δράση παρά στη σκέψη 2. η θεωρία κατά την οποία η σκέψη είναι έργο όχι μόνο της νόησης άλλα και της βούλησης … Dictionary of Greek
βουλησιαρχία — η η βουλησιοκρατία … Dictionary of Greek
βουλησιοκρατικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη βουλησιοκρατία … Dictionary of Greek
βολονταρισμός — Η αντίληψη σύμφωνα με την οποία η βούληση κατέχει τα πρωτεία σε σχέση με άλλες ανθρώπινες λειτουργίες, όπως η νόηση (ταυτόσημοι είναι και οι όροι βουλησιαρχία και βουλησιοκρατία). Αφορά τους τομείς της μεταφυσικής, της ψυχολογίας και της ηθικής.… … Dictionary of Greek
Κίλπε, Όσβαλντ — (Oswald Külpe, 1862 – 1915). Γερμανός ψυχολόγος και φιλόσοφος. Ήταν ο κυριότερος εκπρόσωπος της σχολής του κριτικού ρεαλισμού ή νεορεαλισμού. Διετέλεσε βοηθός στο ψυχολογικό εργαστήριο του Βουντ (1887 94) και αργότερα διορίστηκε καθηγητής της… … Dictionary of Greek